Ετικέτες
Εκτός από το πραγματικό σύμπαν και το κινηματογραφικό και το λογοτεχνικό είναι γεμάτο από τροχαία… Ανασύρω από την μνήμη μου, δύο κορυφαία δείγματα της αμερικανικής Λογοτεχνίας (έγιναν και ταινίες), που κατάλαβα εκ των υστέρων πόσο με βοήθησαν στην διαχείριση του πένθους μου.
Ο Ραίημοντ Κάρβερ θεωρείται από πολλούς, διαδόχος του πραγματικού μέντορά του Άντον Τσέχοφ. Γεννήθηκε το 1938 στο Όρεγκον των ΗΠΑ και έφυγε από την ζωή το 1988. Γράφει με μια καθαρότητα και απλότητα που τσακίζει, χωρίς μελοδραματισμούς, είναι όσο δεν παίρνει εθιστικός, αφού τα διηγήματα του δεν θες να τα αφήσεις.
Από την συλλογή Καθεδρικός Ναός είναι το αριστουργηματικό διήγημά του Μια μικρή παρηγοριά (Μεταίχμιο 2009). Σε αυτό ο μικρός Σκότι μια Δευτέρα που έχει και τα γενέθλια του ξεκινάει για το σχολείο με τον φίλο του. Στην διασταύρωση ένα αμάξι πέφτει πάνω του, σωριάζεται στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ο οδηγός σταματάει, κοιτάει πίσω του, ο φίλος του βάζει τα κλάματα και ο Σκότι σηκώνεται όρθιος και τρικλίζοντας γυρίζει στο σπίτι. Ο οδηγός βάζει ταχύτητα και απομακρύνεται.
Η συνέχεια δεν είναι καλή για το παιδί. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο και πέφτει σε κώμα. Ζούμε την αγωνία των γονιών του, τις ελπίδες που τους δίνουν οι γιατροί, ενώ τα βράδια το τηλέφωνο στο σπίτι χτυπάει πολλές φορές. Ανακαλύπτουμε ότι παίρνει ο φούρναρης που έχει ετοιμάσει την τούρτα των γενεθλίων που παράγγειλε η Ανν, η μάνα του Σκότι, και κανείς δεν την παραλαμβάνει. Στο τέλος, όταν πια ο Σκότι δεν είναι μαζί μας, ζούμε την οργή των γονιών για το παλιοτόμαρο, όπως λέει η Ανν, που ενδιαφέρεται μόνο για τα 15 δολλάρια της τούρτας. Και ταυτόχρονα ανακαλύπτουμε την μεταμόρφωση του φούρναρη από στεγνό επαγγελματία σε συμπονετικό άνθρωπο όταν μαθαίνει όλο το γεγονός. «Πρέπει να βάλετε κάτι στο στόμα σας. Ελπίζω να φάτε τα ζεστά κουλουράκια μου. Πρέπει να στιλώσετε. Το φαγητό είναι μια μικρή παρηγοριά σε τέτοιες περιπτώσεις.» λέει αφοπλίζοντας τους γονείς προσφέροντας τους και καφέ.
Ένα διήγημα που σου ραγίζει την καρδιά, έτσι απλά, επιτομή της ανθρώπινης ενσυναίσθησης που ψάχνουμε όλοι… Το διήγημα αυτό μαζί με άλλα του Κάρβερ ήταν η βάση του σεναρίου της περίφημης ταινίας Στιγμιότυπα του Ρόμπερτ Όλτμαν (1973) Όσκαρ σκηνοθεσίας, χρυσή σφαίρα σεναρίου κ.α.
Το άλλο είναι το μυθιστόρημα του Ράσελ Μπάνκς, Το γλυκό πεπρωμένο (Εκδόσεις οξύ 2000) που είναι η ιστορία ενός πολύνεκρου δυστυχήματος σχολικού λεωφορείου σε μια παγωμένη λίμνη στο Σαμ Ντεμ, μια μικρή πόλη των ΗΠΑ. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί 4 διαφορετικούς αφηγητές που μιλούν για τα χαμένα παιδιά, για την ζωή μετά το γεγονός που δεν είναι καθόλου ίδια, για την δοκιμασία και τα συντρίμμια των σχέσεων, για την αντιμετώπιση από την μικρή κοινωνία και όλα τα βασανιστικά ερωτήματα που προκύπτουν για την επιβίωση… Αφήνω τους αφηγητές να σας μιλήσουν για λίγο…
«… Δεν ήξερα τι να σκεφτώ για την αλλαγή του Μπίλι μετά το δυστύχημα. Ο ίδιος με φόβιζε. Κάποτε ήταν ένας ανώτερος άνθρωπος, τώρα είναι ένα ερείπιο. Το δυστύχημα είχε καταστρέψει πολλές ζωές. Ή, για να ακριβολογούμε, είχε καταστρέψει εκείνες τις βάσεις στις οποίες οι εν λόγω ζωές στηρίζονταν – και υποθέτω ότι οι βάσεις ήταν πολύ πιο αναγκαίες από όσο φανταζόμασταν. Μια πόλη χρειάζεται τα παιδιά για πολύ περισσότερους λόγους από αυτούς που νομίζει…»
«…Τα θύματα. Άκου, άμα ταυτίσεις τον εαυτό σου με τα θύματα γίνεσαι και εσύ ένα θύμα. Τα θύματα δεν βγαίνουν καλοί δικηγόροι.
Απλώς, εγώ το κάνω γιατί είμαι τσαντισμένος και αυτό είναι που σου βγαίνει αν βάλεις μαζί πεποίθηση και οργή. Ας πούμε πως είναι μια πολύ ειδική περίπτωση οργής. Για αυτό δεν είμαι θύμα. Τα θύματα παθαίνουν κατάθλιψη και ζουν στο εκεί και στο τότε. Εγώ ζω στο εδώ και τώρα…»
«…Είναι αφύσικο για κάθε πίστη και αντίληψη τα παιδιά να πεθαίνουν πριν από τους ενήλικες. Αυτό είναι σαν να φτύνεις κατάμουτρα τη βιολογία, είναι ιστορική αντίφαση, απορρίπτεται το αίτιο και το αιτιατό, παραβιάζει τους φυσικούς κανόνες, και βάλε. Είναι η αποθέωση της αναποδιάς. Μια πόλη που χάνει τα παιδιά της χάνει το νόημα της.
Παλεύαμε χωρίς ελπίδα να χωνέψουμε το συμβάν, να το βάλουμε στο μυαλό μας και να το καταλάβουμε. Ο καθένας μας με τον τρόπο του ερευνούσε την κάθε γωνιά του μυαλού του, ψάχνοντας κάποια λογική εξήγηση. Ο καθένας μας προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό το απέραντο τίποτα που απειλούσε να καταπιεί τον κόσμο μας ολάκερο…»
«…Στα αριστερά μου, ο ανατολικός βραχίονας του ποταμού Ώσαμπλ κυλούσε μέσα στο σκοτάδι, ενώ στα δεξιά μου υψώνονταν σκοτεινά δάση από πεύκα. Στη άκρη του δρόμου, χαμηλά, κοντά στο έδαφος, πρώτα στη μια πλευρά και μετά στην άλλη, άρχισα να βλέπω τα μάτια των ζώων που άστραφταν ξαφνικά και λαμποκοπούσαν καθώς οδηγούσα κατά μήκος του δρόμου… Ήταν σαν να είχαν έρθει όλα τα ζώα στην άκρη του δάσους, να έκατσαν πλάι-πλάι και να κοιτούσαν το πότε θα περάσω, μέχρι που πέρασα και το ασφαλές και τόσο οικείο σκοτάδι τα ξανατύλιξε στην αγκαλιά του…»
Το μυθιστόρημα αυτό έγινε και ταινία το 1997 από τον Καναδό σκηνοθέτη Αρμένικης καταγωγής Ατόμ Εγκογιάν και σάρωσε τα βραβεία στις Κάννες. Πήρε Όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου
Γιώργος Ιατρού
Θυμάμαι κι εγώ αυτό.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΚΡΥΒΕΙ
============================================================
Μοιραία σύγκρουση
2007
Τέρι Τζορτζ
«Υπόθεση: Μια ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη ο καθηγητής Ίθαν Λέρνερ, η γυναίκα του και η κόρη τους παρακολουθούν περήφανοι ένα σχολικό κονσέρτο, όπου ο Τζος, 10χρονος γιος του ζευγαριού, παίζει τσέλο. Στο δρόμο για το σπίτι τους σταματούν σε ένα βενζινάδικο στη Reservation Road (που είναι ο τίτλος της ταινίας) και τότε, έξαφνα και με μυστήριο τρόπο το αγόρι εξαφανίζεται». Θα ρωτούσαμε «το πήραν οι εξωγήινοι»; Όχι βέβαια…
Η εμπορική αυτή περίληψη αποτελεί θλιβερό υπόδειγμα παραπειστικής παρουσίασης αφού, ήδη από την αρχή της ταινίας, ο θεατής βλέπει πως το παιδί, που διασχίζει απρόσεχτο το δρόμο για να αφήσει απέναντι, με οικολογική φροντίδα, κάτι, το χτυπάει ένας βιαστικός οδηγός με τζιπ, που δεν σταματάει.
Η ταινία είναι υποδειγματική γιατί παρουσιάζει πολλές κοινωνικές πτυχές του αυτοκινητικού εγκλήματος, όπως η τρομάρα του οδηγού και η αδυναμία έως άρνηση απονομής δικαιοσύνης ήδη από το επίπεδο της αστυνομίας και του δικηγόρου της ενάγουσας οικογένειας. Όπως και στον «Εκτελεστή της νύχτας» (1974) αναδεικνύεται και στην ταινία αυτή το ζήτημα της αυτοδικίας.
Δυστυχώς, εκτός από την περίληψη, και η κριτική της ταινίας δεν μπορούσε να είναι αντικειμενική αφού ο κάθε κριτικός είναι και οδηγός που δεν μπορεί να παραδεχθεί πως κρατάει όπλο, το αυτοκίνητο. Δεν αναδείχθηκαν λεπτομέρειες, π.χ., πως ο σκηνοθέτης έδειξε τζιπ κυνηγιού, σαν αυτά που βλέπουμε στις πόλεις μας, με «εμπρόσθια σχάρα», που πάντα προκαλούν θανατηφόρο χτύπημα σε ρινόκερους, ιπποποτάμους και στα παιδικά κεφαλάκια.
Για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, που έχει αδιαφορήσει για τα παράπλευρα ζητήματα της εκφασίζουσας μαζικοποίησης της αυτοκίνησης, η αμερικανική προσέγγιση ξεφεύγει και δεν μένει «χολυγουντιανή». Το μότο της ταινίας είναι πολύ προχωρημένο και, θα λέγαμε, μπρεχτικό: «Για να μάθεις την αλήθεια πρέπει να μάθεις ποιος την κρύβει».